κλίμαξ

κλίμαξ
(I)
κλῑμαξ, -ακος, ἡ (Α)
βλ. κλίμακα.
————————
(II)
η
βιολ. το τελευταίο στάδιο τής διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλῖμαξ — ladder fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακώνω — [κλίμαξ] 1. τάσσω κατά κλίμακες, τοποθετώ σε βαθμίδες, διαρρυθμίζω κάτι κλιμακωτά, σε μορφή σκάλας 2. στρ. παρατάσσω τον στρατό κατά κλιμάκια 3. αναπτύσσω τις δραστηριότητές μου σταδιακά («κλιμακώνεται η πολιτική ένταση») …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… …   Православная энциклопедия

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακ' — κλί̱μακα , κλῖμαξ ladder fem acc sg κλί̱μακι , κλῖμαξ ladder fem dat sg κλί̱μακε , κλῖμαξ ladder fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… …   Dictionary of Greek

  • лестница — укр. лiствиця, лiствина, ст. слав. лѣствица κλῖμαξ (Супр.), болг. лествица октава (муз.) , сербохорв. ље̏ствē ж. лестница , словен. lẹ̑stva, lẹ̑stvica от *lěstvа : lězǫ (см. лезу); см. Мейе, Et. 305; Бернекер 1, 715 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • столб — род. п. а, народн. столоб, род. п. столба, укр. стовб, блр. стоўб, др. русск. стълбъ, собств. Столбовичь, Новгор. летоп. под 1308 г., Столбовъ, Новгор. писцовые книги 1495 г. (Соболевский, Лекции 120), цслав. стлъба κλῖμαξ, болг. стълб, стлъб… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”